- κοναξής
- κοναξής κ. κονακτζής κ. κονακτσής οуполномоченный представитель афонского монастыря, проживающий в конаке
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
κοναξής — ο 1. ο προϊστάμενος, ο επιμελητής κονακιού 2. αυτός που έχει κονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. konakši] … Dictionary of Greek